- έρεψα
- έρεψα (κατά το έσκαψα βλ. πίν. 7
, αόρ. του ρ. ρέβω, που δε χρησιμοποιείται) → δες σημείωση για ρ. ρέβω
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἔρεψα — ἐρέφω cover with a roof aor ind act 1st sg (epic ionic) ἐρέπτομαι feed on aor ind act 1st sg (homeric ionic) ῥέπω turn the scale aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρέψας — ἐρέψᾱς , ἐρέφω cover with a roof aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐρέψᾱς , ἐρέπτομαι feed on aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέβω — έρεψα, λιώνω, φθίνω, καταβάλλομαι, εξαντλούμαι: Η αρρώστια τον έρεψε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔρεψ' — ἔρεψι , ἔρεψις roofing fem voc sg ἔρεψα , ἐρέφω cover with a roof aor ind act 1st sg (epic ionic) ἔρεψε , ἐρέφω cover with a roof aor ind act 3rd sg (epic ionic) ἔρεψαι , ἐρέφω cover with a roof aor imperat mid 2nd sg ἔρεψαι , ἐρέπτομαι feed on… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρέβω — (ρέβω), έρεψα → δες έρεψα Σημειώσεις: (ρέβω) : σύμφωνα με το Ετυμολογικό Λεξικό του Ανδριώτη, προέρχεται από το έρρεψα < έρρευσα, αόρ. του αρχαίου ρ. ρέω, κατά το σχήμα έτριψα < τρίβω. Στη Μεγάλη Γραμματική του Τριανταφυλλίδη (1941, 347)… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επερέφω — ἐπερέφω (Α) στεγάζω («εἴ ποτέ τοι χαρίεντ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερέφω «στεγάζω»] … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek